- δολιχαύχην
- δολιχαύχην, ο, η (Α)αυτός που έχει μακρύ αυχένα, λαιμό («δολιχαύχην κύκνος»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δολιχαύχενες — δολιχαύχην long necked masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολιχαύχενι — δολιχαύχην long necked dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολιχαύχενος — δολιχαύχην long necked gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυχένας — I (Γεωγρ.). Όρος με πολλά συνώνυμα (που κάποτε αποτελούν τοπικούς ιδιωματισμούς: διάσελο, δερβένι κλπ.), ο οποίος χαρακτηρίζει ένα χαμηλό σημείο κορυφογραμμής ανάμεσα σε δύο υψώματα. Μέσω αυτών προσδιορίζονται μεταξύ άλλων και τα διάφορα τμήματα… … Dictionary of Greek